ΒΑΥΔΜ / Β.Α.Υ.Δ.Μ.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ - Β |
Τι σημαίνει ΒΑΥΔΜ / Β.Α.Υ.Δ.Μ. ;
Βοηθός Αξιωματικός Υπηρεσίας Διανυκτερεύσεως Μονάδος
← ΒΑΟ / Β.Α.Ο. | ΒΒ / Β.Β. → |
---|
ΕΛΛΗΝΙΚΑ - Β |
Τι σημαίνει ΒΑΥΔΜ / Β.Α.Υ.Δ.Μ. ;
← ΒΑΟ / Β.Α.Ο. | ΒΒ / Β.Β. → |
---|